- χαρτοβιβλιοπώλης
- ο, Νιδιοκτήτης χαρτοβιβλιοπωλείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + βιβλιοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. χαρτοβιβλιοπῶλαι, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρτοβιβλιοπώλης — ο αυτός που πουλά βιβλία και χαρτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτοβιβλιοπωλείο — το, Ν κατάστημα όπου πωλούνται χαρτικά και βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοβιβλιοπώλης. Η λ., στον πληθ. χαρτοβιβλιοπωλεῖα, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek